κουρεύσιμος

κουρεύσιμος
κουρ-εύσιμος, η, ον,
A for cutting hair, σίδηρος Sch.E.Or. 966.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κουρεύσιμος — κουρεύσιμος, ίμη, ον (Α) ο κατάλληλος να κουρεύει, αυτός με τον οποίο γίνεται το κούρεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κουρεύω + σιμος (πρβλ. εργά σιμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”